1 καινο-ποιΐα
καινο-ποιΐα, ἡ, Neuerung, Aenderung, τοιαύτης περὶ τὰς δυναστείας καινοποιΐας οὔσης Pol. 4, 2, 10.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > καινο-ποιΐα